- ιαπωνικά
- ταη γλώσσα των Ιαπώνων, η ιαπωνική, τα γιαπωνέζικα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Πουσάν ή Μπουσάν (Φουσάν ή Χουσάν ιαπωνικά) — Πόλη της Nότιας Κορέας, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, 320 χλμ. ΝΑ της Σεούλ, στο Στενό της Κορέας, απέναντι από το ιαπωνικό νησί Τσουσίμα. Είναι το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας καθώς και σπουδαίο βιομηχανικό κέντρο, με εργοστάσια… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ιαπωνικός — ή, ό και γιαπωνέζικος, η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιαπωνία ή στους Ιάπωνες, αυτός που προέρχεται από την Ιαπωνία («ιαπωνικός στόλος») 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ιαπωνικά ή τα γιαπωνέζικα η ιαπωνική γλώσσα. επίρρ...… … Dictionary of Greek
καταπλημμυρίζω — και καταπλημμυρώ (AM καταπλημ[μ]υρῶ έω) (επιτ. τ. τού πλημ[μ]υρίζω και πλημ[μ]υρώ) καλύπτω, κατακλύζω ένα μέρος με νερά («ο ποταμός ξεχείλισε και καταπλημμύρισε τον κάμπο») νεοελλ. μτφ. 1. γεμίζω με προϊόντα ή με κάτι άλλο («η Ιαπωνία… … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
Βρετανικό Μουσείο — (British Museum). Μουσείο του Λονδίνου, στην Αγγλία. Είναι ένα από τα περιφημότερα και μεγαλοπρεπέστερα μουσειακά συγκροτήματα του κόσμου, όχι μόνο για την ποικιλία των συλλογών του αλλά και για την έκταση και την αξία τους. Ιδρύθηκε με απόφαση… … Dictionary of Greek
Έμντεν — I (Emden). Πόλη (52.200 κάτ. το 2003) της βορειοδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια ακτή του κόλπου Ντόλαρτ, σε απόσταση 4 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού Εμς, με τον οποίο συνδέεται με πλατιά διώρυγα,… … Dictionary of Greek